υπόρριζο

υπόρριζο
το, Ν
μαθημ. βλ. υπόρριζος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • υπόρριζος — η, ο / ὑπόρριζος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες 2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο τής ρίζας αρχ. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”